- πονόψυχος
- -η, -ο, Ναυτός που συμπονεί τους άλλους, ευσπλαγχνικός, πονετικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πονόψυχος — η, ο ο πονετικός, ο σπλαχνικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελεημονητής — ο (θηλ. ελεημονήτρια, η) (Μ ἐλεημονητής, ο θηλ. ἐλεημονήτρια, η) (για τον Θεό ή τη Θεοτόκο) εύσπλαγχνος, φιλάνθρωπος νεοελλ. πονόψυχος, ευαίσθητος μσν. όσιος, αφοσιωμένος στον Θεό … Dictionary of Greek
ελεητής — ο (θηλ. ελεήτρια, η) σπλαχνικός, πονόψυχος … Dictionary of Greek
εύσπλαγχνος — και εύσπλαχνος και έσπλαχνος, η, ο (ΑΜ εὔσπλαγχνος, ον, Μ και εὔσπλαγχνος, ον) γεμάτος ευσπλαγχνία, πονόψυχος, φιλάνθρωπος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔσπλαγχνον η ευσπλαγχνία, το έλεος. επίρρ... ευσπλάγχνως (ΑΜ εὐσπλάγχνως) ευσπλαγχνικά, με… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
λυπησιάρης — α, ικο [λύπηση] αυτός που αισθάνεται οίκτο, πονόψυχος, φιλεύσπλαχνος … Dictionary of Greek
πετρόψυχος — η, ο, Ν αυτός που έχει πέτρινη ψυχή, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ψυχή (πρβλ. πονόψυχος)] … Dictionary of Greek
πονόκαρδος — η, ο, Ν αυτός που συμπονεί τους συνανθρώπους του, που είναι ευαίσθητος στη δυστυχία τών άλλων, πονόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + καρδος (< καρδιά), πρβλ. ανοιχτό καρδος] … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχερός — ή, ό, Ν 1. πονόψυχος, καλόψυχος 2. θαρραλέος, τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός)] … Dictionary of Greek